- παρόξυνση
- ηη ενέργεια τού παροξύνω, η εξερέθιση, η παρόρμηση, η παρόργιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < παροξύνω. Η λ., στον λόγιο τ. παρόξυνσις, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρόξυνση — η πράξη του παροξύνω, παρόρμηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
διερέθιση — η (AM διερέθισις) [διερεθίζω] παρόξυνση … Dictionary of Greek
ερέθισμα — Στην επιστημονική γλώσσα της φυσιολογίας ή της ψυχολογίας υποδηλώνει κάθε γεγονός φυσικό ή χημικό, εσωτερικό ή εξωτερικό προς τον οργανισμό, ικανό να θέσει σε κίνηση έναν αντιληπτικό μηχανισμό. Ενώ όμως για τον φυσιολόγο το ε. μπορεί να… … Dictionary of Greek
ερεθισμός — ο (Α ἐρεθισμός) [ερεθίζω] 1. εξόργιση, παρόξυνση, διέγερση 2. προτροπή, παρακίνηση 3. η οποιαδήποτε αντίδραση ενός οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις, η αύξηση τής ευαισθησίας ή ευπάθειας ενός οργάνου τού σώματος, η φλόγωση νεοελλ. (ψυχολ.) κάθε … Dictionary of Greek
ταυροκαθάπτης — ὁ, Α 1. ιππέας που έπαιρνε μέρος στα θεσσαλικά ταυροκαθάψια 2. είδος ανδρεικέλου που χρησίμευε για την παρόξυνση τών ταύρων κατά τις ταυρομαχίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + καθαπτής (< καθάπτω)] … Dictionary of Greek
τράχυνση — η, Ν [τραχύνω] 1. η ενέργεια τού τραχύνω 2. μτφ. παρόξυνση … Dictionary of Greek
τράχυνση — η 1. σκλήρυνση, σκλήρεμα: Έπαθε τράχυνση του δέρματος. 2. μτφ., ερεθισμός, παρόξυνση, αποχαλίνωση: Τράχυνση της κατάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)